παρασυναγωγή

παρασυναγωγή
ή, ΝΜΑ [παρασυνάγω]
νεοελλ.
παράνομη ή μυστική συνάθροιση
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. α) παράνομη ή μυστική συνάθροιση για τέλεση ιερουργίας αντίθετα με τις διατάξεις τής Εκκλησίας και παρά τη γνώμη τού επισκόπου
β) συνέλευση, σύνοδος σχισματικών ή αιρετικών κληρικών ή λαϊκών και κληρικών παρά τους κανόνες τής Εκκλησίας
αρχ.
(ρητ.) προσαγωγή, παρουσίαση ενός προσώπου ή πράγματος για παραβολή, για σύγκριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρασυναγωγῇ — παρασυναγωγή production for comparison fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυναγωγή — production for comparison fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυναγωγή — η 1. κρυφή συνάθροιση, παράνομη μυστική συγκέντρωση: Αυτά αποφασίστηκαν σε παρασυναγωγή των δυσαρεστημένων. 2. (εκκλησ.), η κατά παράβαση των εκκλησιαστικών κανόνων σύνοδος σχισματικών κληρικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασυναγωγαῖς — παρασυναγωγή production for comparison fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυναγωγῆς — παρασυναγωγή production for comparison fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυναγωγήν — παρασυναγωγή production for comparison fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARASYNAGOGA — Graece Παρασυναγωγὴ, species quaedam schismatis, sed sine haeresi, illegitimum conventum notat, et frequenter occurrit apud Patres. Eam ab haeresi et schismate sic distinguit Basilius M. Ep. 1. Canon. ad Amphilochium c. 1. ut Haereses quidem esse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρασυνάγωγος — ὁ, Μ [παρασυναγωγή] αυτός που ανήκει σε παρασυναγωγή …   Dictionary of Greek

  • подъцьркъвьникъ — ПОДЪЦЬРКЪВЬНИК|Ъ (5*), А с. Осужденный за прегрешения и лишенный сана священнослужитель, образовавший отдельную, независимую церковь: о тѡмь что есть… подъцр҃квникъ… правило •а҃• (παρασυναγωγή) КР 1284, 30в; си сѹть подъцр҃квици. [так!] иже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παρασύναγμα — τὸ, Μ [παρασυνάγω] παρασυναγωγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”